-
1 узкий
επ., βρ: узок, узка, узко; уже.1. στενός•узкий и длинный στενόμακρος•
-ая лента στενή ταινία•
σφιχτός•-ое платье στενό φόρεμα•
-ие туфли στενά παπούτσια.
2. μτφ. περιορισμένος•узкий круг знакомых στενός κύκλος γνωστών•
-ое совещание στενή σύσκεψη (ολιγομελής)•
узкий политический кругозор στενός πολιτικός ορίζοντας.
3. (γλωσ.) προφερόμενος με περιορισμένο το άνοιγμα του στόματος•узкий гласный στενό φωνήεν.
εκφρ.- ое место – τρωτό σημείο.